ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ: Τρεισήμισι γενιές προσφύγων και ακόμα περιμένουν τη μέρα της επιστροφής


ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ:  Τρεισήμισι  γενιές  προσφύγων  και  ακόμα  περιμένουν  τη  μέρα  της  επιστροφής


Πέρασε μισός αιώνας περίπου, από εκείνη τη μέρα που η φασιστική ακροδεξιά, με όχημα την τρομοκρατική οργάνωση ΕΟΚΑ Β’, προσπαθώντας να καταλύσει τη δημοκρατία άνοιξε την πόρτα στην εισβολή.

Μισό αιώνα μετά, η δεύτερη γενιά των προσφύγων περιμένει ακόμα να επιστρέψει στα σπίτια της. Η πρώτη γενιά δεν κατάφερε να αφήσει τα λείψανά της στην αγαπημένη γη. Το αίσθημα για επιστροφή φούντωνε για αρκετά χρόνια, καθώς άκουγαν πως “τώρα πάνε καλά οι συνομιλίες. Τώρα πάνε καλά…”

Μισό αιώνα μετά, το έγκλημα παραμένει ατιμώρητο. Μάλιστα -τραγική ειρωνεία- ζούμε στην εποχή που πολιτικά κόμματα όχι μόνο στηρίζουν πολιτικά πραξικοπηματίες, αλλά τους στεγάζουν κιόλας, αυτούς και τους απογόνους τους, “εκλιπαρώντας” για ακροδεξιές εθνικιστικές ψήφους. Ζούμε στην εποχή που με “θράσος” τιμούν ανθρώπους – δολοφόνους, με τρισάγια και μνημεία. Σε μια εποχή που η παραχάραξη της ιστορίας υπό τη σκιά της εθνικιστικής αφήγησης διδάσκεται ακόμα στα σχολεία μας.
Μέχρι και σήμερα, περιμένουμε αναγνώριση των εγκλημάτων -που έγιναν εις βάρος της αριστεράς, των Τουρκοκυπρίων από την ε/κ ακροδεξιά- από μια κυβέρνηση που υποτίθεται ότι επιδιώκει τη λύση.
Σήμερα, 45 χρόνια μετά, πέντε άτομα θυμούνται και διηγούνται όλα όσα πέρασαν εκείνες τις μαρτυρικές μέρες, τις μέρες του προδοτικού πραξικοπήματος, της α’ και β’ εισβολής, μέχρι και τη στιγμή που κατάφεραν να εγκατασταθούν σε μια… προσωρινή κατοικία στην προσφυγιά.

“Το ότι αποφασίσαμε να φύουμε, χρωστούμεν το στον γιο μας”
 Η ιστορία μιας οικογένειας από τον Μαραθόβουνο
“Θωρείς τα κεραμικά τζαμαί χαμαί που εν άλλωσπως που τούτα; Πριν κάμουμε την επέκταση τζαι κλείσουμε τούτον τον χώρο δαμαί για να τον κάμουμε σάλα, τζείνο το κομμάτι τζαμαί ήτουν βεράντα. Για να την μεγαλώσουμε τότες που χτίζαμεν το σπίτι έθελεν επιχωμάτωση. Τζαι είπα του Αντρέα, του άντρα μου, άφηστο ως τζαμαί τζαι εν να φύουμεν να πάμεν έσσω μας όπου τζαι να ‘σαι. Να μεν κάμνουμε ιστορίες άδικα.

Αφού κάθε λλίον ακούαμεν ότι επηέναν καλά οι συνομιλίες. Εν τζαι ξέραμεν ότι ήταν να μείνουμε δακάτω. Ε στα πολλά τα χρόνια, επεκτήναμεν το τζαι εκλείσαμέν το”, αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της γιαγιάς Μυρούλας, μπαίνοντας στο σπίτι της και ζητώντας της να μου περιγράψει λίγα από όσα πέρασαν τότε, από τις 15 Ιουλίου όταν και έγινε το προδοτικό πραξικόπημα, μέχρι και τη μέρα που μετακόμισαν σε προσφυγικό συνοικισμό στο Πέρα Χωριό.
Ο παππούς Αντρέας, τότε ήταν 36 χρονών, σήμερα 81. Ήταν στέλεχος του ΑΚΕΛ, όπως μου είπε, είχε και το σύλλογο των Αριστερών στον Μαραθόβουνο, όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι “Τσιαρής”. Το όνομά του ήταν γραμμένο στη λίστα αυτών που οι πραξικοπηματίες ήθελαν να “βγάλουν από τη μέση”. “Εδώκαμέν τους την ευκαιρία να πιάσουν την Κύπρο”, μου είπε.

Η ιστορία του παππού Αντρέα και της γιαγιάς Μυρούλας ξεκινάει από τη 15η Ιουλίου του 1974. “Έχουμε έναν γιο τζαι μια κόρη. Ο γιος μας, τη μέρα του πραξικοπήματος, ήταν δουλειά με τον θείο του. Εγώ τότες, εδούλευκα στα καλούπια. Το πρωί ακούσαμεν πυροβολισμούς. Εν εξέραμεν τι εσυνέβαινε. Στη δουλειά μου είσιεν τζαι δεξιούς χωρκανούς μου. Τζείνοι μου είπαν για το πραξικόπημα. Συγκεκριμένα, είπαν μου, «ρε Αντρέα, πάμε να φύουμε γιατί έγινε πραξικόπημα τζαι εν να έσιει πολλές φασαρίες».

Εγώ εξεκίνησα να φύω. Έφτασα ως τον κυκλικό κόμβο στην Παλλουρκώτισσα. Οι πραξικοπηματίες εσταματήσαν μας τζαι εν μας αφήναν να φύουμε. Εγύρεψα τον γιο μου τζαι τελικά εκαταφέραμε να βρεθούμε στο ίδιο σημείο. Ο γιος μου ήταν τότες 12 χρονών. Εκάμαμε θκυο μέρες να πάμε σπίτι μας. Εν μας αφήναν να φύουμε”.

Η γιαγιά Μυρούλα σε αυτό το σημείο θυμάται τις μέρες που περίμενε να δει τον γιο και τον άντρα της, “κάθε φορά που εσταμάταν το λεωφορείο στη γειτονιά μας, εγύρευκα να έβρω τον γιο μου. Έτρεμεν η ψυσιή μου, μήπως τζαι έπαθεν τίποτε. Που ήρταν τζαι είδα τους εσιοκαρίστηκα. Είδα τον γιο μου γεμάτον σημάθκια στο πρόσωπό του. Εγέμωσεν εξανθήματα που το άγχος του. Ήταν σαμπώς τζαι έκρουσεν με το λάδι. Την εφτομάν του πραξικοπήματος, επυροβολούσαν στον αέρα τζαι ελαλούσαν μας, «εν πέντε η ώρα, εμπάτε έσσω σας». Εν μας αφήναν να φκούμε στην αυλή μας. Έρκουνταν, εκτυπούσαν την πόρτα, αδρώποι που για χρόνια εκάμναμεν παρέα, τζαι απαιτούσαν να τους δώσουμε το κυνηγετικό όπλο που είχαμεν σπίτι”.

“Εν έτσι ο πολιτισμός σας;”
Επιστρέφοντας στο σημείο όπου ο παππούς Αντρέας έφυγε από τη δουλειά του τη μέρα του πραξικοπήματος, θυμάται και περιγράφει: “Όταν εφύαμεν που τη δουλειά, εσυμφωνήσαμεν ούλλοι οι Αριστεροί να μεν μπούμε στο ίδιο λεωφορείο, για να μεν μας έβρουν ούλλους μαζί. Εγώ εμπήκα σε ένα λεωφορείο κάποιου χωρκανού μου, με τον γιο μου. Το λεωφορείο εσταματήσαν το στο Τραχώνι. Εμπήκεν ένας πραξικοπηματίας μέσα τζαι εφώναξέν μου να κατεβώ κάτω. Ήμουν στιγματισμένος. Θυμούμαι, είπα του γιου μου να πει της μάνας του ότι επιάσαν με στο Τραχώνι. Εκατέβηκα κάτω τζαι αρκέψαν να με κτυπούν. Το μόνο που τους είπα ήταν, «δέρνετέ με χωρίς να ξέρω γιατί με δέρνετε; Πριν λλίον ελαλούσετε ότι εν να ζήσει ο κόσμος ελεύθερα τζαι πολιτισμένα. Μα εν έτσι ο πολιτισμός σας; Να δέρνετε τον κόσμο;» λαλώ τους. Τζαι απάντησέ μου ένας, «για να σου αποδείξουμε ότι είμαστε πολιτισμένοι, εν να σε αφήκουμεν να φύεις, αλλά που δαμαί τζαι στο εξής κάθε κίνηση που θα κάμεις εν να την πληρώσεις πολλά ακριβά, τζαι άμα σου λαλώ πολλά ακριβά, ξέρεις τι εννοώ». Αποφάσισα τζαι γω να σιωπήσω. Εμπήκα στο λεωφορείο τζαι εφύαμεν. Έξω που έσσω μας, επεριμέναν μας άλλοι μες σε ένα land rover παρκαρισμένο. Ούλλοι με τα όπλα. 5-6 άτομα. Μεταξύ τους τζαι κοπελλούθκια ηλικίας 15-16 χρονών. Εδώκαν ούλλοι πάνω μου”.
“Μετά, που εγίνειν η εισβολή, ο κόσμος επήεν να καταταγεί στο στρατό, για να αντισταθεί”, όπως ανέφερε ο παππούς Αντρέας. “Εγώ επήα στον καφενέ τους τζαι είπα του μουχτάρη «ρε κουμπάρε Αντρέα, εμείς πού θα καταταγούμε;» Λαλεί μου «να φύεις τζαι εν σας χρειαζούμαστεν». Γιατί ήμουν Αριστερός. Λαλώ του, «τώρα που θα έρτουν οι Τούρτζιοι δαμαί, να τους πεις ότι εγιώ ήμουν Αριστερός, τζαι επειδή εσύ ήσουν Δεξιός, να γλιτώσεις. Έτσι να τους πεις». Τζαι ίσιωσα που τζαμαί τζαι επήα έσσω”.
Εκείνη τη στιγμή, η γιαγιά θυμάται τη μέρα της εισβολής. Είχαν εγκαταλείψει το σπίτι τους για το σπίτι της αδερφής του παππού Αντρέα, της Τταλλούς, όπως με πληροφόρησαν αρχικά. Αυτό βρισκόταν σε διπλανή γειτονιά, καθώς στην πρώτη εισβολή, βομβάρδιζαν τη γειτονιά όπου βρισκόταν το σπίτι τους.

“Το ότι αποφασίσαμε να φύουμε που σπίτι μας, χρωστούμεν το στον γιο μας. Τις εφτζιές μου να ‘σιει ο Τάκης μας, έκατσεν μες στην σάλα, οι καρέκλες μου ήταν βισινιές καμούμενες που το βελούδο το καλό, τζαι άκουσε τον άντρα μου που ελάλεν «έχουμε κρησφύγετα έσσω μας τζαι εν να φύουμε να πάμε μες τα χωράφκια να γλιτώσουμε; Εν θα φύουμε». Ελάλεν για τους ριφούς που είχαμε πίσω στην αυλή. Μέσα εβάλλαμεν τα σιτάρκα. Έκατσεν που λαλείς, μες στη σάλα ο γιος μου κλαμένος τζαι ελάλεν «όι παπά! Να φύουμεν τζαι φοούμαι, να φύουμεν τζαι φοούμαι!» Τζαι εφύαμεν τζαι εγλιτώσαμεν τζαι εκουμπήσαμε ως την Ξυλότυμπου”.

Μα πριν φτάσουν στην Ξυλοτύμπου είχε προηγηθεί και η δεύτερη εισβολή. Αυτή τους βρήκε στο σπίτι της γιαγιάς Τταλλούς. Εκείνη τη στιγμή ο γιος τους, ο κύριος Τάκης, θυμάται τη 14η Αυγούστου. “Εγώ τζείνη την ημέραν ετζοιμούμουν μες το σαλόνι χαμαί, στο σπίτι της θείας μου. Τζαι ακούσαμε ένα μπαμ. Τζαι εξυπνήσαμεν. Εβάλαν μας πουκάτω που το τραπέζι, ούλλους τους μιτσιούς σαμπώς τζαι αν έπεφτε το σπίτι είσιεν να γλιτώσουμε. Ύστερα που εκρούζαν τον Μαραθόβουνο, εθωρούσαμε τα σπίθκια ένα-ένα να παίρνουν φώκο. Θυμούμαι τον γείτονα τον Κκελλέ να λαλεί «ούλλοι έξω ρε τζαι εν να μας κρούσουν!» Εφκήκαμεν έξω, τζαι εβουρούσαμε να πάμε σε ένα σπίτι έξω που το χωρκό. Στο σπίτι του Παρπέρη. Που πάνω μας, εθωρούσαμεν αεροπλάνα να περνούν. Τζαι εμείς εβουρούσαμεν να φτάσουμε στο σπίτι”.

Η γιαγιά Μυρούλλα θυμάται και συμπληρώνει, “θυμάσαι που έππεσες μες στην τριανταφυλλιά εις του Παρπέρη; Όπως εφεύκαμεν που το σπίτι της κουμέρας μου, ο γιος μου ετραπήδησε που το τοιχούιν, είσιεν τριανταφυλλιάν η γεναίκα, τζαι όπως ετραπήδησεν έδωκεν μέσα. Ούτε επόνησεν, ούτε έκλαψε. Εν εκατάλαβεν τίποτε. Τζαι εμπήκαμεν ούλλοι μες το σπίτι”.
“Μετά, που το σπίτι του Παρπέρη εφύαμεν τζαι επήαμεν στην Ξυλότυμπου”, συμπληρώνει. “Εμεινίσκαμεν ούλλοι μέσα σε έναν σύλλογο. Που ούλλα τα χωρκά. Ευτυχώς εσκεφτήκαμε να πιάσουμε λλία λεφτά που σπίτι, τζαι εκρατούσαμε να γοράσουμε ένα εσώρουχο, ένα ρούχο, που τον πραματευτή της περιοχής. Στην Ξυλότυμπου εν είσιεν τίποτε. Που τον πραματευτή εγοράσαμε τζαι τέσσερα πιρούνια, τέσσερα πιάτα τζαι ένα γκάζι για να μαειρεύκουμε. Έχω το τζείνο το γκάζι ακόμα. Τέλος του μήνα εφέρναν μας τρόφιμα σε κονσέρβες. Ετραβήσαμεν πείνα. Ετζοιμούμασταν χαμαί μέσα στον σύλλογο. Ο άντρας μου έκαμνε καφέδες. Εγώ εβοηθούσα στη βούρνα. Τζαμαί εμείναμεν για περίπου τρεις μήνες”, όπως μου διηγήθηκε.

“Μα εγέννησε τζαι η Αντρούλλα τζαμαί, ναι είχαμε τζαι γέννα!” θυμήθηκε με ενθουσιασμό. “Μετά, ο άνθρωπος που είσιε το σύλλογο επροσφέρθηκε να μας φιλοξενήσει σπίτι του. Μετά είπε μας αν θέλουμε να κάμουμε παράγκες έξω, για να νιώθουμε πιο άνετα. Έτσι τζαι εκάμαμεν, εμείναμεν για περίπου 6 μήνες. Μετά εμετακομίσαμε στην Παλλουρκώτισσα, ενοικιάσαμε σπίτι. Για να μπορούμε να πληρώνουμε το σπίτι που εστοίχιζεν 4 λίρες τον μήνα, επήαν οι αντράες μας στη Βουλγαρία να δουλέψουν. Εμεινίσκαμεν 17 άτομα μέσα σε ένα σπίτι. Εν είχαμε κρεβάθκια. Επέφταμεν χαμαί τζαι που επερνούσαν τα τανκς εφάκκαν η τζεφαλή μας πάνω στα μάρμαρα. Τζαμαί εμείναμεν για 4 χρόνια. Μετά η κυβέρνηση έδωκεν οικόπεδα τζαι λλία λεφτά. Ο άντρας μου επήεν στο Ντουμπάι για να μαζέψουμε λεφτά. Ούλλοι που γυρώ εκτίσαμέν το, μόνοι μας”.

“Εμπάτε μες στην Αμμόχωστο να γλιτώσετε”
Η εικόνα των land rover και των “πατριωτών”, που στιγματίζει
Ο κύριος Αντρέας Μαγκούρης κατάγεται από τη Λύση. Παντρεμένος με την κυρία Μαρία, το 1974 οι δύο τους γιοι ήταν ηλικίας μόλις 7 και 3 ετών. Νοίκιαζαν με τη γυναίκα του ένα σπίτι μέχρι να κτίσουν το δικό τους.

“Στη Λύση ενοικιάζαμε. Εν είχαμε δικό μας σπίτι. Εκτίζαμεν όμως τζαι είσιε μου μείνει μόνο το πογιάτισμα. Ήταν σχεδόν τελειωμένο το σπίτι δηλαδή. Ήταν να μπω μέσα τη Δευτέρα. Μα έγινε το πραξικόπημα τζαι εχάσαμεν το. Τα έπιπλα μας είχαμεν τα ούλλα στο σπίτι που ενοικιάζαμεν. Σιεπασμένα. Η γυναίκα μου εν μας άφηνε να τζίσουμε πάνω για να παν τζαινούρκα στο σπίτι. Εμείναν ούλλα τζαμαί”.

Την ημέρα του πραξικοπήματος, ο κ. Αντρέας δούλευε στο Βαρώσι. “Επογιάτιζα κάτι καταστήματα. Απέναντι είσιεν έναν εργοστάσιο που έραφκε ρούχα. Τζαι άκουσα εμβατήρια τζαι επήα ποτζεί τζαι αρώτησα νάμπου συμβαίνει τζαι είπαν μου ότι έγινε πραξικόπημα. Επήα περπατητός να έβρω τζείνον που με έπερνε με το αυτοκίνητο να του πω να φύουμε γιατί εθώρουν τα land rover να πηέννουν τζαι να έρκουνται με τους «πατριώτες» τους εοκαβηταζήες. Εν τω μεταξύ, μαζί μου εδουλεύκαν τζαι 5-6 Τουρκοκύπριοι. Αρωτήσαν με τι συμβαίνει τζαι είπα τους εν πραξικόπημα. «Εμείς τι θα γίνουμε;» λαλούν μου, τζαι είπα τους εγώ «βουράτε εμπάτε μες την Αμμόχωστο, τζαμαί που εν οι Τούρτζιοι να γλιτώσετε». Οι ανθρώποι ευχαριστήσαν με τζαι εκλαίαν που τους είπα έτσι, γιατί εν τζαι έσιει πολλούς ανθρώπους που εν να τους ελαλούσαν.
Εστραφήκαμεν εις το χωρκό. Οι πραξικοπηματίες ήρταν έσσω μας, επιάσαν μας τα κυνηγετικά μας τα όπλα, ό,τι είχαμε. Τζείνη την εφτομάν έρκουνταν κάθε μέρα τζαι ελαλούσαν μας να μπούμεν έσσω, εν εδικαιούμασταν να κυκλοφορούμε έξω”.

Όταν ο κ. Αντρέας πήγε έφεδρος, η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει από τη Λύση στη δεύτερη εισβολή. “Στην εισβολή ήρτεν ένας συγγενής μου, εκτύπησέ μου την πόρτα τζαι είπε μου βάλε το ράδιο να ακούσεις τι γίνεται. Με το που άκουσα τι έγινε επήα έφεδρος. Αποχαιρέτησα την οικογένειά μου τζαι έφυα. Εστείλαν με σε ένα στρατόπεδο στες Ακράδες. Που τζαμαί εσκορπιστήκαμεν. Εγώ επήα εις την Γαλάθκια. Ύστερα επήαμε που τζαμαί στο Καλό Χωρκό της Σκάλας. Για να πάμε τζαμαί ερέξαμεν που τη Λύση. Το χωρκό μου είδα το εκκενωμένο. Εν ήξερα με που εν τα παιθκιά μου, με κανένας. Επήαμεν τζαμαί, εμείναμε μες σε κάτι δεντρά τζαι ήρτε ένας γνωστός μου που την Ξυλότυμπου τζαι είπε μου ότι οι δικοί μου εν μαζί του τζεικάτω. Μόλις μου είπεν έτσι, επήα να παραδώσω το όπλο μου να φύω. Ο αξιωματικός εν το επαραλάμβανεν. Μαζί μου ήρταν αλλό πέντε. Τα όπλα επιάσαμέν τα μαζί μας. Επήαμε στο σπίτι του φίλου μου στην Ξυλότυμπου. Μόλις εκατεβήκαμεν ήρτεν η αστυνομία τζαι εζήτησέ μας τα όπλα. Τζαι εδώκαμέν τους τα. Επήα ήβρα τα μωρά μου τζαι τη γεναίκα μου. Μέσα στο σπίτι στην Ξυλότυμπου έμεναν 78 άτομα. Έπεφταν ούλλοι στο πάτωμα χύμα”, όπως χαρακτηριστικά είπε.

“Τις πρώτες 5 νύχτες εγώ έφευκα. Επήεννα τζαι έπεφτα πουκάτω που τα δεντρά απέναντι. Στο σπίτι εμείναμε για 5-6 μήνες. Μετά εφύαμεν τζαι εκατέβηκα κάτω στον ποταμό τζαι έκτισα μια καμαρούα τζαι ένα τσιατίρι”.

“Εν είχαμεν ούτε ψωμί”
“Εν είχαμεν ούτε ψωμί”, μου ανέφερε ο κ. Αντρέας. “Για να έχουμε, εγώ επροκρατούσα που έναν φούρνο στη Λάρνακα, επροπλήρωνα το τζαι επήεννα το μεσημέρι με λεωφορείο τζαι επερίμενα στη γραμμή, μπορεί να ήμασταν τζαι 30 άτομα, για να πιάσουμε ένα ψωμί τζαι έπαιρνά το σπίτι για να φάμε θκυο οικογένειες. Μετά που 4 χρόνια ήρταμε στη Μοσφιλωτή. Εδώκαν μας το οικόπεδο τζαι λλίες λίρες. Με κόπο δικό μας εκτίσαμέν το. Εμεινίσκαμεν μες στες παράγκες ώσπου να τελειώσει το σπίτι. 4 χρόνια εθκεβάζαμεν με τη λάμπα του πετρελαίου. Εν είχαμε ρεύμα”. Τη Μοσφιλωτή εθκιάλεξα την γιατί εσύγκρινά την με τη Λύση που ήταν στη μέση τριών πόλεων. Γι’ αυτό ήρτα τζαι έκατσα δακάτω”, κατέληξε.

“Νόμιζαν ότι δεν είχαμε να φάμε”
Από την Ομορφίτα μέχρι… το Πέρα Χωριό
Η κα Ξένια το 1974 ήταν μόλις 9 χρονών. Την εβδομάδα του πραξικοπήματος δεν τη θυμάται. Απέναντι από το σπίτι της είχε σχολείο. Δίπλα από αυτό, στην άλλη πλευρά του δρόμου, ένα στρατόπεδο. Τη μέρα της εισβολής τη θυμάται έντονα.

“Ενώ κοιμόμασταν ακούσαμε πυροβολισμούς τζαι το κλάμα του αδερφού μου. Φώναζε «εκτύπησα, εκτύπησα». Πυροβόλησαν πάνω στο μπαλκόνι του δωματίου του τζαι ένα κομμάτι της σφαίρας εκάρφωσε στο μέτωπό του. Έπιασέν μας ο παπάς μου τζαι έβαλέ μας κάτω που το κρεβάτι. Μόλις ησύχασε λλίον η κατάσταση εφκήκαμεν έξω τζαι επροσπαθήσαμε να φκάλουμε το κομμάτι που το κεφάλι του αδερφού μου. Ευτυχώς εν ήταν σοβαρό. Ύστερα εφύαμεν που το σπίτι μας τζαι επήαμε στο σπίτι της θείας μου.
Ήταν μες την ίδια γειτονιά, αλλά ήταν μεγάλο σπίτι τζαι επήαμεν 4-5 οικογένειες τζαμαί, για να μείνουμε ούλλοι μαζί. Ο παπάς μου επήεν έφεδρος. Θυμούμαι τη μάμα μου να κλαίει τζαι να του λαλεί να μεν φύει”.

Μαρτυρικές μέρες
Μια μέρα μετά την πρώτη εισβολή, έφυγαν από την Ομορφίτα και πήγαν με τα πόδια μέχρι το Καϊμακλί. “Επήαμεν περπατητοί σε μια θεία μου. Εφιλοξένησέ μας ούλλους, ήμασταν γύρω στα 20 άτομα μέσα σε ένα σπίτι. Εμείναμε τζαμαί για 4-5 μέρες. Ήταν μαρτυρικές. Εν εσταματήσαμε να ακούμεν πυροβολισμούς τζαι αεροπλάνα να έρκουνται. Νιώθαμε ότι ζούμε σε μια συνεχή εμπόλεμη κατάσταση”.

Ένα χρόνο μετά, η οικογένεια της κας Ξένιας βρήκε σπίτι και ενοικίασε στον Άγιο Δομέτιο. “Ο παπάς μου ήβρεν προσωρινή δουλειά για να έχουμε κάποιο εισόδημα. Εγώ ήμουν στην πέμπτη τάξη του δημοτικού. Εκεί βίωσα έντονο bullying. Οι τόπακες είχαν την εντύπωση ότι εμείς οι πρόσφυγες δεν είχαμε να φάμε. Θυμούμαι χαρακτηριστικά μια περίπτωση όταν ήμουν στο λεωφορείο προς το σχολείο, μια μάμα να λέει στο μωρό της, «άτε φάε το σάντουιτς σου τζαι εν να έρτει ο πρόσφυγας να σου το φάει». Ήμουν μωρό τζαι έκαμε μου μεγάλη εντύπωση. Τον ίδιο χρόνο, όταν ήμουν στο σχολείο, σε ένα μάθημα των οικοκυρικών, μας είπαν να πάρουμε υλικά για να μαγειρέψουμε. Εγώ εξίασα να πάρω. Ήταν Σάββατο θυμούμαι. Επηένναμε σχολείο τζαι το Σάββατο τότε.

Επήαμεν λοιπόν στην τάξη, είδαν τα άλλα παιδιά ότι εγώ εν είχα πάρει τα υλικά μου τζαι άκουσα τους να σχολιάζουν ότι εν επήρα επειδή εν είχα τίποτε σπίτι. Ήρτε μάλιστα μια συμμαθήτριά μου τζαι ερώτησέν με γιατί εν τα έφερα τζαι είπα της ότι εξέχασα τζαι θα πάω να τα φέρω. «Να έρτω μαζί σου!» λαλεί μου. Τζαι έτσι τζαι έγινεν, ήρτε μαζί μου. Μα ήταν τζαι Σάββατο. Η μάμα μου κάθε Σάββατο επήεννεν στον μπακάλι τζαι εγόραζεν φρούτα, χόρτα, εγέμωνεν το ψυγείο με πράματα. Επήα τζαι γω τζαι άνοιξα το ψυγείο να πιάσω τα υλικά μου, είδεν το τζαι έγινε ολοκότσινη. Η ευχαρίστησή μου ήταν μεγάλη”, μου είπε με ένα βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση. Ενώ διευκρίνισε ότι “ήταν πολλοί τζαι τζείνοι που ανοίξαν τα σπίθκια τους, χωρίς κανένα συμφέρον, εκάμαν το με την ψυσιή τους. Ήταν τζαι κάποιοι όμως που ενιώθαν να απειλούνται με την παρουσία μας”.
Αργότερα, όπως μου ανέφερε η κα Ξένια, η κυβέρνηση τούς έδωσε οικόπεδο και ένα μικρό χρηματικό ποσό για να κτίσουν το σπίτι τους. “Εκτίσαμεν το μόνοι μας, στο Πέρα Χωριό. Για να τα καταφέρουμε, ο παπάς μου επήεν τρεις φορές στες αραβικές χώρες.
Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν πολλά δύσκολα ώσπου να έβρουμεν τα πόθκια μας. Επληρώναμεν τζαι ενοίκιο τζαι το κτίσιμο του σπιτιού. Μετά ανοίξαν δουλειές τζαι εκαταφέραμε να τελειώσουμε το σπίτι τζαι να επιβιώσουμε”, κατέληξε.


_____________________________________________________________________________ 

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ    ΤΟ    ΝΕΟ    ΤΕΥΧΟΣ     ΑΡ. 49 ΤΗΣ    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ    ΑΠΟΨΗΣ                                     ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ    ΤΟ    ΝΕΟ  ...

Το νέο blogspot μας - Αρχείο Τευχών "Δημοκρατικής Άποψης":